εξτρεμισμός

εξτρεμισμός
ο
1. πολιτικό δόγμα ή σύστημα τών άκρων, που επιδιώκει την απόλυτη εφαρμογή τών αρχών του και αποκρούει κάθε συμβιβασμό
2. αδιαλλαξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. extremisme < extreme < λατ. extremus «έσχατος, ακραίος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξτρεμισμός — ο (λ. λατ.) 1. πολιτικό δόγμα ή σύστημα των άκρων, που οι οπαδοί του επιδιώκουν την απόλυτη και ακέραιη εφαρμογή των αρχών του και αποκρούουν με φανατισμό κάθε συμβιβασμό. 2. αδιαλλαξία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβάν-γκαρντ — (avant garde).Διεθνής όρος που σημαίνει πρωτοπορία. Στον 19o αι. υποδήλωνε κυρίως την πολιτική πρωτοπορία, ενώ στον 20ό αι. κυρίως τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική. * * * η 1. όρος που αναφέρεται σ εκείνους που επινοούν ή εφαρμόζουν νέες,… …   Dictionary of Greek

  • ισμαηλίτες — Θρησκευτικό κίνημα, μία από τις σπουδαιότερες υποδιαιρέσεις του λεγόμενου εξτρεμιστικού σιιτισμού. Ο εξτρεμισμός βασίζεται στην ιδιαίτερη υπογράμμιση του χαρακτήρα ιερότητας που αποδίδεται στους ηγέτες της κοινότητας (ιμάμηδες), οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”